παράσιτος

παράσιτος
Στην αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι επιφανείς άνδρες, που εκλέγονταν ως βοηθοί των ιερέων και είχαν ως κύριο καθήκον την επιμέλεια των αποθηκών, όπου φυλάγονταν οι διάφορες προσφορές στους ναούς. Από τις προσφορές, δικαιούνταν το ένα έκτο των σιτηρών και το ένα τρίτο των σφαγίων. Πολλοί από αυτούς ήταν βοηθοί αρχόντων και τρέφονταν με δημόσια δαπάνη. Στους ελληνιστικούς χρόνους η λέξη απέκτησε περιφρονητικό νόημα. Χαρακτήριζε τους ανθρώπους εκείνους που πήγαιναν απρόσκλητοι σε διάφορα συμπόσια, καταφεύγοντας ως αντάλλαγμα σε κολακείες και άλλες ταπεινές εκδηλώσεις, έτοιμοι πάντα να ανεχτούν κάθε είδους εξευτελισμούς. Τέτοιοι π. περιγράφονται στο Συμπόσιο του Ξενοφώντα και στο διάλογο του Λουκιανού Περί παρασίτου. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, οι π. προσλαμβάνονταν από τους άρχοντες ως γελωτοποιοί, και με την πάροδο του χρόνου κατέληξαν απαραίτητοι σε κάθε συμπόσιο.
* * *
-η, -ο / παράσιτος, -η, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που ζει εις βάρος άλλου απομυζώντας τον
2. (για πρόσ.) (με κακή σημ.) αυτός που, ενώ έχει δυνατότητες να εξασφαλίσει την ζωή του μόνος του, προσκολλάται σε άλλο πρόσωπο ή σε σύνολο, ζει εις βάρος του και συντηρείται με τις δαπάνες τού τελευταίου, χρησιμοποιώντας μέσα ταπεινά και ευτελή, ο παρεκεντές, ο χαραμοφάης
νεοελλ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. το παράσιτο
βιολ. ζωικός ή φυτικός οργανισμός που μονίμως ή σε μία μόνο φάση τού κύκλου τής ζωής του ζει αποκλειστικώς πάνω ή μέσα σε έναν οργανισμό άλλου είδους, τον ξενιστή, και τρέφεται εις βάρος τού τελευταίου, χωρίς τον οποίο κατά κανόνα πεθαίνει (α. «μονόξενο παράσιτο» — παράσιτο που παρασιτεί σε έναν μόνο ξενιστή
β. «πολύξενο ή ετερόξενο παράσιτο» — παράσιτο που στην διάρκεια τής ζωής του παρασιτεί σε περισσότερα από ένα είδη ξενιστών)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παράσιτα
(επικοιν.) ηλεκτρομαγνητικές ταλαντώσεις με την μορφή διαταράξεων ή κρότων παρέμβλητων κατά την λήψη τών ραδιοηλεκτρικών κυμάτων στη ραδιοτηλεγραφία, στη ραδιοτηλεφωνία, στη ραδιοφωνία, στην τηλεόραση, που αλλοιώνουν ή πνίγουν το σήμα κατά την λήψη του από τον αντίστοιχο δέκτη και τα οποία διακρίνονται σε εξωτερικά, λ.χ. ατμοσφαιρικά, βιομηχανικά ή προερχόμενα από άλλους πομπούς, και σε εσωτερικά, που είναι ιδιοθόρυβοι τού δέκτη
αρχ.
(με καλή σημ.)
1. αυτός που τρώει μαζί με άλλον στο ίδιο τραπέζι, συνδαιτημόνας, ομοτράπεζος
2. αυτός που τρώει με ανώτατο άρχοντα
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παράσιτοι
ιερείς και επίτροποι ναών που είχαν ως καθήκον τους την είσπραξη και συγκέντρωση τού σιταριού, τού κριθαριού και άλλων προϊόντων τα οποία προορίζονταν για τον ναό
4. (για ιερείς και υπηρέτες ιερών) αυτός που τρέφεται από τους πόρους τού ιερού και συνήθως από τις προσφορές και τις θυσίες
5. αυτός που περιλαμβάνεται στα φαγητά τα οποία προσφέρονται σε γεύμα
6. (στην πόλη τών Μεθωναίων) το αρσ. ως ουσ. κάτοχος αξιώματος κατώτερου από τού εισπράκτορα τών υποχρεωτικών εισφορών υπέρ τού άρχοντα
7. (το αρσ. ως κύριο όν.) Παράσιτος τίτλος έργου τού Λουκιανού καθώς και κωμωδιών τών Αντιφάνους, Αλεξίδου και Διφίλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -σιτος (< σῖτος), πρβλ. ά-σιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παράσιτος — παράσῑτος , παράσιτος one who eats at the table of another masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράσιτος — η, ο αυτός που ζει σε βάρος άλλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Parasitism — This article is about relationship between organisms. For other uses, see Parasite (disambiguation). Brood parasitism is a form of parasitism Parasitism is a type of symbiotic relationship between organisms of different species where one organism …   Wikipedia

  • паразит — Через нем. Раrаsit или франц. parasite из лат. parasītus от греч. παράσιτος – то же; получило распространение благодаря античной комедии …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Ektoparasit — Von Wassermilbennymphen parasitierter Weberknecht Parasitismus (Schmarotzertum) im engeren Sinne bezeichnet den Nahrungserwerb aus einem anderen Organismus. Dieser auch als Wirt bezeichnete Organismus wird geschädigt, aber entweder gar nicht oder …   Deutsch Wikipedia

  • Ektoparasiten — Von Wassermilbennymphen parasitierter Weberknecht Parasitismus (Schmarotzertum) im engeren Sinne bezeichnet den Nahrungserwerb aus einem anderen Organismus. Dieser auch als Wirt bezeichnete Organismus wird geschädigt, aber entweder gar nicht oder …   Deutsch Wikipedia

  • Endoparasit — Von Wassermilbennymphen parasitierter Weberknecht Parasitismus (Schmarotzertum) im engeren Sinne bezeichnet den Nahrungserwerb aus einem anderen Organismus. Dieser auch als Wirt bezeichnete Organismus wird geschädigt, aber entweder gar nicht oder …   Deutsch Wikipedia

  • Endoparasiten — Von Wassermilbennymphen parasitierter Weberknecht Parasitismus (Schmarotzertum) im engeren Sinne bezeichnet den Nahrungserwerb aus einem anderen Organismus. Dieser auch als Wirt bezeichnete Organismus wird geschädigt, aber entweder gar nicht oder …   Deutsch Wikipedia

  • Endoparasitose — Von Wassermilbennymphen parasitierter Weberknecht Parasitismus (Schmarotzertum) im engeren Sinne bezeichnet den Nahrungserwerb aus einem anderen Organismus. Dieser auch als Wirt bezeichnete Organismus wird geschädigt, aber entweder gar nicht oder …   Deutsch Wikipedia

  • Heteroxen — Von Wassermilbennymphen parasitierter Weberknecht Parasitismus (Schmarotzertum) im engeren Sinne bezeichnet den Nahrungserwerb aus einem anderen Organismus. Dieser auch als Wirt bezeichnete Organismus wird geschädigt, aber entweder gar nicht oder …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”